ληφθέντα

ληφθέντα
λαμβάνω
a
aor part pass neut nom/voc/acc pl
λαμβάνω
a
aor part pass masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ληφθένθ' — ληφθέντα , λαμβάνω a aor part pass neut nom/voc/acc pl ληφθέντα , λαμβάνω a aor part pass masc acc sg ληφθέντι , λαμβάνω a aor part pass masc/neut dat sg ληφθέντε , λαμβάνω a aor part pass masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Согласительное исповедание 433 г. — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей. Согласительное исповедание 433 года.(уния в 433 года). Решения Эфесского собора 431 года, который проводили …   Википедия

  • αχρεώστητος — η, ο (Μ ἀχρεώστητος, ον) [χρεωστώ] Ι. (για ποσό χρηματικό ή τόκους) αυτός που δεν χρωστιέται, που δεν οφείλεται II. επίρρ. φρ. «αχρεωστήτως ληφθέντα» που δόθηκαν χωρίς να τα δικαιούται αυτός που τα πήρε …   Dictionary of Greek

  • κυματοδηγός — Κούφιος μεταλλικός αγωγός, στο εσωτερικό του οποίου διαδίδονται ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκος κύματος της τάξης των διαστάσεων της εγκάρσιας τομής του αγωγού. Γίνεται δηλαδή λόγος για περιορισμό της διάδοσης του κύματος κατά μία ή περισσότερες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”